ρίνη
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῖνα Α
1. λειαντικό όργανο, λίμα
2. ζωολ. βλ. ρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. της λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω της σκληρής, τραχιάς υφής του δέρματός του. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι η λ. ῥίνη έχει προέλθει από τον τ. ῥινός «δέρμα» και δήλωνε αρχικά ένα είδος ψαριού με δέρμα τραχύ και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση για το λειαντικό όργανο. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι η λ. ῥινός αναφέρεται μόνο σε δέρμα ανθρώπου ή ζώου. Τέλος, υποθετική παραμένει η αναγωγή της λ. σε ένα ΙΕ ρ. με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (βλ. λ. ῥινός)].