ρύσιον

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῦ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυροῥύσιον θεὶς τὸν παῖδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποιναῥύσια κατήγγειλαν τοῖς Ῥοδίοις», Πολ.).

Mantoulidis Etymological

(=λάφυρο, ἐνέχυρο). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.