ἡνιοχευτικός
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv.
A -κῶς Et.Gud. 672.29.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.