ὀρωρέχαται
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ὀρωρέχατο, v. ὀρέγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
German (Pape)
s. ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρωρέχαται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ὀρέγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
English (Autenrieth)
see ὀρέγνυμι.
Greek Monotonic
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.