υλοτόμος
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
-ο / ὑλοτόμος, -ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α
το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα του δάσους, ξυλοκόπος
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους
2. το αρσ. ως ουσ. εντομολ. γένος μελανών υμενόπτερων εντόμων με κίτρινη κοιλιά, τών οποίων η προνύμφη κατατρώγει τα φύλλα τών φυτών
αρχ.
(για πράγμ.) αυτός που χρησιμοποιείται για την κοπή τών δένδρων του δάσους («οἱ δ' ἴσαν, ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.)].
Translations
lumberjack
Albanian: druvar; Arabic: حَطَّاب; Armenian: անտառահատ, ծառահատ, փայտահատ; Aromanian: limnar; Assamese: খৰিকটীয়া; Azerbaijani: odunçu; Belarusian: лесаруб, драўні́к, дрывасек; Bulgarian: дървосекач, дървар; Catalan: llenyataire; Chinese Mandarin: 伐木工; Czech: dřevorubec; Danish: skovhugger; Dutch: houthakker; Esperanto: arbohakisto; Estonian: puuraidur; Faroese: skóghøggari; Finnish: metsuri; French: bûcheron; Galician: leñador, fragueiro; Georgian: ტყისმჭრელი; German: Holzfäller, Holzfällerin; Greek: ξυλοκόπος, υλοτόμος; Ancient Greek: δουροτόμος, δρυμοτόμος, δενδροτόμος, δρυοτόμος, δρυηκόπος, δρυτόμος, ξυλοκόπος, ὑλοτόμος; Hindi: लकड़हारा; Hungarian: favágó; Icelandic: skógarhöggsmaður; Irish: lománaí; Italian: boscaiolo, tagliaboschi; Japanese: 樵, 木こり; Kashubian: rãbca; Kazakh: ағаш кесуші, отыншы; Korean: 나무꾼; Kyrgyz: отунчу; Latin: lignator; Latvian: kokcirtējs; Lithuanian: medkirtys; Macedonian: дрвосечач, дрвар; Norwegian Bokmål: tømmerhugger; Old English: wuduhēawere; Ottoman Turkish: اوطونجی; Persian: چوببر; Polish: drwal; Portuguese: lenhador, madeireiro; Romanian: lemnar; Russian: лесоруб, дровосек, вальщик леса; Serbo-Croatian Cyrillic: дрво̀сеча, дрво̀сјеча; Roman: drvòseča, drvòsječa; Slovak: drevorubač; Slovene: drvar; Spanish: leñador, talador; Swedish: skogshuggare; Tagalog: magkakahoy; Tajik: ҳезум-бур, ҳезумкаш; Turkish: oduncu, ormancı; Ugaritic: 𐎃𐎉𐎁; Ukrainian: лісоруб, дроворуб; Venetian: boschier, buschier; Vietnamese: tiều phu; Walloon: bokion, boskiyon, abateu; Welsh: coedwigwr, cymynwr coed; Yiddish: האָלצהעקער
woodcutter
Arabic: حَطَّاب; Armenian: փայտահատ; Azerbaijani: odunçu; Belarusian: дрывасек, драўні́к, лесаруб; Bulgarian: дървосекач, дървар; Catalan: estellador, estelladora; Chinese Mandarin: 樵夫; Czech: dřevorytec; Dutch: houthakker; Estonian: puuraidur; Finnish: puunhakkaaja; French: bûcheron; Georgian: ტყისმჭრელი; German: Holzfäller, Holzhacker; Greek: ξυλοκόπος, υλοτόμος; Ancient Greek: δουροτόμος, δρυμοτόμος, δενδροτόμος, δρυοτόμος, δρυηκόπος, δρυτόμος, ξυλοκόπος, ὑλοτόμος; Hungarian: favágó; Italian: taglialegna; Japanese: 樵; Korean: 나무꾼; Macedonian: дрвосечач, дрвар; Persian: چوببر; Polish: drwal; Russian: дровосек, лесоруб, дроворуб; Slovak: drevorubač, drevorytec; Slovene: drvar; Tajik: ҳезум-бур, ҳезумкаш; Turkish: oduncu; Ukrainian: дроворі́з, дроворуб, лісоруб