πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea
η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) δάμαλιςη δαμάλανεοελλ.1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα3. γένος δίπτερων εντόμων.