οπωροβασιλίς
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
ὀπωροβασιλίς, -ίδος, ἡ (Α)
εξαιρετικό είδος σύκων, τα βασιλικά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + βασιλίς.