Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντογλυφίδα

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ὀδοντογλυφίς)
επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτογλυφίς)].