σανιδώδης

From LSJ
Revision as of 14:19, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνιδώδης Medium diacritics: σανιδώδης Low diacritics: σανιδώδης Capitals: ΣΑΝΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: sanidṓdēs Transliteration B: sanidōdēs Transliteration C: sanidodis Beta Code: sanidw/dhs

English (LSJ)

σανιδῶδες, like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.

German (Pape)

[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνῐδώδης: имеющий вид доски Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδώδης: -ες, (εἶδος) πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.

Greek Monolingual

-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.