στύξ
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
German (Pape)
[Seite 959] στυγός, ἡ (s. nom. pr.), übh. das Gehaßte, Verabscheu'te, Aesch. Ch. 525; durchdringender Frost, αἱ στύγες, Theophr.; der Haß, Alciphr. 3, 34.