ὑπερηδέως
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
German (Pape)
[Seite 1195] adv. von ὑπέρηδυς, überaus angenehm, gern; Xen. Cyr. 1, 6, 21; Sp.; auch ὑπερήδιστα, Luc. D. Mort. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un très grand plaisir;
Sp. ὑπερήδιστα.
Étymologie: ὑπέρηδυς.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. ὑπέρηδυς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερηδέως: (superl. ὑπερήδιστα) с величайшим удовольствием en., Luc.