ἐπιδιαιρέομαι
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Middle Liddell
Mid. to distribute among themselves, Hdt.
French (Bailly abrégé)
partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω.
Greek Monotonic
Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).