Σιμωνίδειος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
Adj. Σιμωνίδειος, Σιμωνίδειον, Simonidean, of Simonides or like Simonides, τρόπος Plu.2.1137f.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Simonide (Σιμωνίδης).