δοκιμαστός

From LSJ
Revision as of 07:28, 11 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμαστός Medium diacritics: δοκιμαστός Low diacritics: δοκιμαστός Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dokimastós Transliteration B: dokimastos Transliteration C: dokimastos Beta Code: dokimasto/s

English (LSJ)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν, approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.

Spanish (DGE)

δοκιμαστή, δοκιμαστόν
aprobado, aceptado δοκιμαστὰ τάλαντα después de verificar su autenticidad IG 22.1492.102 (IV a.C.), πᾶν ἀγαθὸν ... δ. ... ὑπάρχειν Chrysipp.Stoic.3.22, ὅτι δοκιμαστόν ἐστιν ἀνυπόπτως ref. la virtud, Chrysipp.Stoic.3.49, πράγματα Diog.Bab.Stoic.3.219, παραγγείλῃ τοῖς οἰκείοις ... τὴν ἀξίωσιν σοῦ δοκιμαστήν anuncia a los familiares que tu petición ha sido aceptada, SB 7558.36 (II d.C.), αὕτη δὲ δ. καὶ θαυμαστὴ τριζῳδία Vett.Val.289.1.

German (Pape)

[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστός: подвергшийся оценке или проверке (ἀμοιβὴ δοκιμαστοῦ Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστός: δοκιμαστή, δοκιμαστόν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.

Greek Monolingual

δοκιμαστός, δοκιμαστή, δοκιμαστόν (AM) δοκιμάζω
αυτός που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα.