βραχιόλιον

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βραχιόλιον Medium diacritics: βραχιόλιον Low diacritics: βραχιόλιον Capitals: ΒΡΑΧΙΟΛΙΟΝ
Transliteration A: brachiólion Transliteration B: brachiolion Transliteration C: vrachiolion Beta Code: braxio/lion

English (LSJ)

v. sub βραχιάλιον.

Greek (Liddell-Scott)

βραχιόλιον: τό, ψέλλιον, Ἑβδ. 2, Βασιλ. 1, 10. 2) δακτύλιος, Ἀλ. Τραλλ. 64.

Greek Monolingual

το (AM βραχιόλιον, Μ και βραχιόλιν)
κυκλικό κόσμημα για τον καρπό ή τον πήχυ του χεριού
νεοελλ.
1. πλατύς δακτύλιος που συνδέει δύο τμήματα όπλου ή μηχανήματος
2. πληθ. βραχιόλια, τα
οι χειροπέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχιόλιον < λατ. bracchiolum» «μικρός βραχίων» < λατ. brac (c) hium «βραχίων» < βραχίων.