immenkorf
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Dutch > Greek
γαυλός, κηρών, κυψέλη, κυψέλιον, μελίσσειον, μελισσία, μελίσσιον, μελισσουργεῖον, μελισσοφάτνη, μελιττία, μελίττιον, μελιττουργεῖον, μελιττοφάτνη, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή, σίμβλος, σμᾶνος, σμῆνος, τεῦχος