πελάω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
poet. form for πελάζω, 3sg.
A πελάει Arat. 74, Opp. C.1.515 ; imper. πέλα Lyr.Adesp. 22 ; inf. πελάειν Opp.H.5.496, Ep. πελάαν h.Hom.7.44 ; πελῶ is Att. fut. of πελάζω (q. v.).
German (Pape)
[Seite 550] poet. Nebenform statt πελάζω, sowohl trans. als intrans. gebraucht, χθονὶ τῇδε πελῶ, Aesch. Prom. 282; Soph. O. C. 1063 u. einzeln bei Sp.