συναλλαγή
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ἡ,
A interchange, esp. for purposes of conciliation, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου by reconciling words, S.Aj.732; λόγων ξυναλλαγαῖς E.Supp.602 (lyr.): abs., reconciliation, making of peace, Th.4.20; ὅρκοι ξυναλλαγῆς Id.3.82: in pl. συναλλαγαί, treaty of peace, X.HG 6.5.8. 2 commerce, dealings, λέκτρων ἦλθες ἐς συναλλαγάς (of a procuress) E.Hipp.652; ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῖς in the dealings of men with the immortals, S.OT34; ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου D.H. 1.60; covenant, contract, Id.6.22, POxy.70.4 (iii A.D.); αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. OGI669.18 (Egypt, i A.D.). 3 rate of exchange, agio, PMasp. 131.1, al. (vi A.D.). II that which is brought about by the intervention or agency of another, visitation, νόσου ξυναλλαγῇ S.OT960; conjuncture, Id.OC410; μολόντ' ὀλεθρίαισι σ. Id.Tr.845 (lyr., unless = meeting, converse).
German (Pape)
[Seite 998] ἡ, Austausch, Vertauschung; daher – a) Ausgleichung, Versöhnung; λήγει ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, Soph. Ai. 719; vgl. Eur. Suppl. 602; Thuc. 3, 82. 4, 20; ἐκ συναλλαγῆς, Xen. Cyr. 3, 1, 40. – b) Verkehr und Umgang übh.; λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς, Eur. Hipp. 652; bes. Handelsverkehr. Bei Soph. O. R. 34, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, sind von den Göttern verhängte Schickungen, Schicksalswechsel gemeint, vgl. ποίας φανείσης ξυναλλαγῆς O. C. 411, nach welcher Fügung, Schickung; νόσου ξυναλλαγῇ, O. R. 960; Trach. 842.