προσευκαιρέω
From LSJ
English (LSJ)
A have leisure for, τοῖς κοινοῖς Arr.Epict.3.22.72; ὀρχήσει Plu.2.316a; χορείαις (prob. for χωρίοις) Ps.-Plu.Fluv.4.1; τῇ γεωργίᾳ μου, ταῖς λειτουργίαις, POxy.487.16 (ii A.D.), 1119.12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 763] gute Zeit, Muße wozu haben, τινί, sich womit beschäftigen, Plut. parallel. E.