τολμηρῶς
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (Woodhouse)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec hardiesse ou avec audace;
Cp. τολμηρότερον.
Étymologie: τολμηρός.