φρύνος

From LSJ
Revision as of 17:23, 5 October 2024 by lsj>Spiros

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

ο / φρῦνος, ΝΜΑ, και φροῦνος Μ, και φρῦνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.