ἀδοκήτως
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'improviste.
Étymologie: ἀδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδοκήτως: неожиданно (εὐτυχῆσαι Thuc.).