ἀνεπικλήτως
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
French (Bailly abrégé)
adv.
sans s'être plaint, sans avoir fait de représentations.
Étymologie: ἀνεπίκλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπικλήτως: без жалоб, без ропота (ἀπελθεῖν ἐπ᾽ οἴκου Thuc.).