αγιαστούρα

From LSJ
Revision as of 10:45, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " French: goupillon;" to " French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.

Translations

aspergillum

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: aspergeoir, aspergès, aspersoir, écouvillon, goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou