νουθετητέος

From LSJ
Revision as of 17:29, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητέος Medium diacritics: νουθετητέος Low diacritics: νουθετητέος Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: nouthetētéos Transliteration B: nouthetēteos Transliteration C: nouthetiteos Beta Code: nouqethte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.
2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

Greek Monotonic

νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.

Middle Liddell

νουθετητέος, η, ον, verb. adj.]
1. to be admonished, Eur.
2. νουθετητέον, one must warn, Arist.