παραπόμπιμος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
παραπόμπιμον, attending, escorting, epithet of Hermes, Sch.E.Med. 759.
German (Pape)
[Seite 495] begleitend, so heißt Hermes bei Schol. Eur. Med. 759.
Greek (Liddell-Scott)
παραπόμπιμος: -ον, παραπέμπων, συνοδεύων, ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 759.
Greek Monolingual
-ον Α παραπομπός
(ως επίθ. του Ερμού) αυτός που συνοδεύει κάποιον.