κατακολλάω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A glue or fasten upon, inlay, θύρας Χρυσῷ J.AJ8.3.3:— Pass., ὀθονίῳ . . κατακεκολλήσθω . . τὸ ξύλον Hp.Art.7; θύραι κατεκεκόλληντο σανίσιν Callix.1. 2 glue together, Arist.Pr.889b14.
German (Pape)
[Seite 1355] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.