συμφορητός
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ή, όν, (ος, ον Arist.Pol.1286a29)
A brought together, collected, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62; σ. ὄχλος Id.Dem.36; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326 (Athens). 2 σ. δεῖπνα, σ. ἑστίασις, a meal towards which each guest contributes, picnic, Arist.Pol.1281b3, 1286a29.
German (Pape)
[Seite 992] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.