πρόοπτος
From LSJ
English (LSJ)
Att. contr. προὖπτος, ον,
A foreseen, manifest, προόπτῳ θανάτῳ δώσειν τινά Hdt.9.17, cf. Isoc.10.27; ἐς προὖπτον κίνδυνον καταστῆσαι Th.5.99, cf. 111; π. ἀγγέλου λόγος A.Th.848 (lyr.); ἐς προὖπτον Ἅιδην S.OC1440, cf. E.Hipp.1366 (anap.); εἰς προὖπτον . . αὑτὸν ἐνέβαλεν κακόν Aristopho 5; εἰς προὖπτον . . ἐμπεσεῖν κακόν Phoenicid.4.18.
German (Pape)
[Seite 737] adj. verb. zu προοράω, zsgz. προὖπτος, vorauszusehen, dah. sichtbar, deutlich, offenbar, Her. 9, 17 u. Folgde.