φρενοβλαβία
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἡ, poet. φρενοβλαβίη, for φρενοβλάβεια, Man.6.599.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, poet. statt φρενοβλάβεια, Maneth. 6, 599.