φρενοβλαβία
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, poet. φρενοβλαβίη, for φρενοβλάβεια, Man.6.599.
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, poet. statt φρενοβλάβεια, Maneth. 6, 599.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ φρενοβλάβεια, Μανέθ. 6. 599.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α
βλ. φρενοβλάβεια.