ἔμπληκτος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ον, (ἐμπλήσσω)
A stunned, amazed, ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9: hence, stupid, senseless, ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28, Agath.3.24, etc.; ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693. 2 in Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj.1358, Arist.EE1240b17; αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr.1205; [ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg.482a; ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly.214d; ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu.Dio 18. II Adv. -τως rashly, madly, Isoc.7.30, etc.; τὸ ἐ. ὀξύ frantic vehemence, Th.3.82; foolishly, Gal.1.535.