ὀριτρεφής
From LSJ
English (LSJ)
ές, and ὀρί-τροφος, ον,
A v. ὀρειτρ-.
German (Pape)
[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.
Full diacritics: ὀριτρεφής | Medium diacritics: ὀριτρεφής | Low diacritics: οριτρεφής | Capitals: ΟΡΙΤΡΕΦΗΣ |
Transliteration A: oritrephḗs | Transliteration B: oritrephēs | Transliteration C: oritrefis | Beta Code: o)ritrefh/s |
ές, and ὀρί-τροφος, ον,
A v. ὀρειτρ-.
[Seite 378] u. ὀρίτροφος, = ὀρειτρεφής, ὀρείτροφος, Babr. 106, 3.