πολυπαίπαλος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
ον,
A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.
German (Pape)
[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.