ἐγκαταχωρίζω
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
A place in:—Pass., ῥυθμοὶ -κεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).
German (Pape)
[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καταχωρίζω ἔν τινι, Ὠριγέν. Φιλοκ. 25. σ. 92.