ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
[Seite 120] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath.
μελάνωμα: τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13.