χοιροπίθηκος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A ape with a hog's snout, perh. baboon, Arist.HA503a19, IG14.1302 (Praeneste).
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, der Schweinsaffe, Affe mit einer Schweinsschnauze, Arist. H. A. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
χοιροπίθηκος: πίθηκος ἔχων ῥύγχος χοίρου, ἴσως Simia anubis, ἢ leucophaea (Sundevall), Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 11, 2, ἴδε Συλλογ. Ἐπιγ. 6131b.