κεγχραλέτης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀλέω)
A grinding millet, gloss on πασπαλέτης, Gal.19.128.
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, Hirse mahlend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρᾰλέτης: -ου, ὁ, (ἀλέω) ὁ ἀλέθων κέγχρον, Γαλην.