προσχέω

From LSJ
Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχέω Medium diacritics: προσχέω Low diacritics: προσχέω Capitals: ΠΡΟΣΧΕΩ
Transliteration A: proschéō Transliteration B: proscheō Transliteration C: proscheo Beta Code: prosxe/w

English (LSJ)

fut.

   A -χεῶ LXXLe.1.5:—pour to or on, LXX l.c., al., Luc. Sacr.9 (s. v.l.):—Med., pour water on oneself, Hp.Steril.230, Diocl. Fr.139; have poured on one, τὸ θερμόν Arist.Somn.Vig.457b14, cf. Pr.875a9:—Pass., Ph.2.242; προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα Aret.SD 2.3.    II metaph. in Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, Gal.5.318.

German (Pape)

[Seite 789] (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr. (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσχέω: μέλλ. -χεῶ, χύνω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Λουκ. περὶ Θυσ. 9, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ― Μέσ., χύνω ὕδωρ ἐπάνω μου, προσχεαμένη καὶ καθαρὴν ἑωυτὴν ποιήσασα Ἱππ. 683. 17, ὥσπερ τοῖς προσχεομένοις τὸ θερμὸν ἐξαίφνης φρίκη γίνεται, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρήγ. 3, 21, Προβλ. 3. 26, 5, κ. ἀλλ.