νοαρέως
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A v. νοήρης.
Greek (Liddell-Scott)
νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Full diacritics: νοαρέως | Medium diacritics: νοαρέως | Low diacritics: νοαρέως | Capitals: ΝΟΑΡΕΩΣ |
Transliteration A: noaréōs | Transliteration B: noareōs | Transliteration C: noareos | Beta Code: noare/ws |
A v. νοήρης.
νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].