αὐτοκύλιστος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A self-rolled or moved, Opp.H.2.604, Nonn.D.2.434.
German (Pape)
[Seite 398] sich selbst fortwälzend, πίπτειν, selbst abfallen, vom Blutegel, Opp. Hal. 2, 604; oft bei Nonn., z. B. D. 10, 355. 376.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκύλιστος: [ῠ], -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κυλιόμενος, εἰσοκεν… αὐτοκύλιστα πέσῃ μεθύουσιν ὁμοῖα Ὀππ. Ἁλ. 2. 604˙ αὐτοκίνητος, Νόνν. Δ. 2. 434.