μονόκαμπτος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον,
A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.