συνομολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.
Greek (Liddell-Scott)
συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.
Full diacritics: συνομολογία | Medium diacritics: συνομολογία | Low diacritics: συνομολογία | Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΙΑ |
Transliteration A: synomología | Transliteration B: synomologia | Transliteration C: synomologia | Beta Code: sunomologi/a |
ἡ,
A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.
συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.