συνομολογία

From LSJ
Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομολογία Medium diacritics: συνομολογία Low diacritics: συνομολογία Capitals: ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: synomología Transliteration B: synomologia Transliteration C: synomologia Beta Code: sunomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.

Greek (Liddell-Scott)

συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.