κέγχρινος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
η, ον,
A made of millet, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; ἡ κεγχρίνη millet-pottage, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1410] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κέγχρῐνος: -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. ἄλευρον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, ἕψημα. πόλτος, «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.