ἐνορχέομαι
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
A = ὀρχέομαι ἐν... Alciphr.3.65.
German (Pape)
[Seite 850] darin, darauf tanzen, Alciphr. 3, 1. 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορχέομαι: ὀρχέομαι ἔν τινι, καὶ τῷ προσώπῳ αὐτοῦ τὰς Ὥρας ἐνορχεῖσθαι... εἴποις ἂν Ἀλκίφρ. 3. 65.