λουτρών
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bathing-room, bath-house, X. Ath.2.10, Lyc. 1103, PSI5.547.24 (iii B. C.), Ptol.Euerg.3 J. (pl.), Plu.2.734b, Procop. Aed.5.3; of a baptismal font, Id.Arc.17.
Greek (Liddell-Scott)
λουτρών: -ῶνος, ὁ, (λουτρόν) ἴδιον δωμάτιον πρὸς λοῦσιν ἢ οἰκοδόμημα ἐν ᾧ ὑπῆρχον λουτῆρες πρὸς λοῦσιν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Ξεν. Ἀθην. 2, 10.