σιδήρωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.