ὑπολίζων
From LSJ
English (LSJ)
A v. ὀλίγος VI. 1.
German (Pape)
[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».