φύγδα
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
Adv.
A in flight, A.Eu.256 (lyr.); φύγδην, Nic.Th.21.
German (Pape)
[Seite 1312] adv., wie φύγαδε, μὴ λάθῃ φύγδα βάς Aesch. Eum. 246.
Greek (Liddell-Scott)
φύγδᾰ: Ἐπίρρ. = φύγαδε, εἰς φυγήν, Αἰσχύλου Εὐμ. 256. ὁμοίως, φύγδην, Νικ. Θηρ. 21.