ἀποτύφλωσις
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making blind, LXX Za.12.4: metaph. of the veins, blocking, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, Blendung, Blindheit, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτύφλωσις: -εως, ἡ, τὸ κατὰστῆσαί τινα ὅλως τυφλόν, τύφλωσις, τύφλωμα, πάντας τοὺς ἵππους πατάξω ἐν ἀποτυφλώσει Ἑβδ. (Ζαχ. ιβ΄, 4).